- κυστεοσκοπικός
- -ή, -όιατρ. σχετικός με την κυστεοσκόπηση.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystoscopique < γαλλ. cystoscopie «κυστεοσκοπία»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρωμοκυστεοσκοπία — η, Ν ιατρ. κυστεοσκοπικός έλεγχος τής νεφρικής λειτουργίας ύστερα από ένεση χρωστικής, που αποβάλλεται από τους νεφρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chromocystoscopie (< χρώμα + κυστεοσκοπία* / κυστεοσκόπηση)] … Dictionary of Greek